μειράκια

μειράκια
μειράκιον
lad
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μειράκι' — μειράκια , μειράκιον lad neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FERIS — apud Romanos, in arena sontes obiecti primum sunt, Appio Claudio, et M. Fulvio Coss. a quo horrore publico edicto matronae sunt summotae. Meminit immanis spectaculi Tertullian. l. singulari, ubi hoc modo defunctis parentatum fuisse graviter… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευόλισθος — εὐόλισθος, ον (ΑΜ) 1. ολισθηρός 2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.) μσν. 1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθον η αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ.… …   Dictionary of Greek

  • μειρακιεξαπάτης — μειρακιεξαπάτης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά τα μειράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειράκιον + ἐξαπατῶ] …   Dictionary of Greek

  • σκυρθάλια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μειράκια, ἔφηβοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκυρθάλιος, κατά τα ουδ.)] …   Dictionary of Greek

  • μειράκιο — το 1. παιδί, νεανίσκος: Χρησιμοποιεί μειράκια στις απατεωνιές του. 2. (συνεκδοχικά), άγουρος στο μυαλό, ανώριμος, επιπόλαιος: Δεν ακούει τους γονείς του το μειράκιο και κάνει του κεφαλιού του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”